↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προσχεδιασμός οι προσχεδιασμοί
      γενική του προσχεδιασμού των προσχεδιασμών
    αιτιατική τον προσχεδιασμό τους προσχεδιασμούς
     κλητική προσχεδιασμέ προσχεδιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσχεδιασμός < προσχεδιάζω + -μός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσχεδιασμός[1] αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. προσχεδιασμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)