στρατολόγηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στρατολόγηση | οι | στρατολογήσεις |
γενική | της | στρατολόγησης* | των | στρατολογήσεων |
αιτιατική | τη | στρατολόγηση | τις | στρατολογήσεις |
κλητική | στρατολόγηση | στρατολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στρατολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στρατολόγηση < στρατολογώ + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρατολόγηση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η ενέργεια ή η διαδικασία του στρατολογώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρατολόγηση