Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

clipboard (en)

  1. σημειωματάριο, πρόχειρο
  2. (πληροφορική) πρόχειρα αποθηκευμένο κείμενο, εικόνα ή άλλο περιεχόμενο αρχείου ή αρχείο το οποίο άμεσα μπορεί να επικολληθεί κατά βούληση