μορφηματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /moɾ.fi.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μορ‐φη‐μα‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασία
μορφηματικός
- (γλωσσολογία) που σχετίζεται ή αναφέρεται σε μόρφημα