Δείτε επίσης: morphème

Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
morpheme morphemes

  Ετυμολογία επεξεργασία

morpheme < (άμεσο δάνειο) γαλλική morphème < morph- (< αρχαία ελληνική μορφή, morph-) + -ème (-eme)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmɔː(ɹ)fiːm/
  (βρετανικό)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

morpheme (en)

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. morpheme - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)