Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόσφυση οι προσφύσεις
      γενική της πρόσφυσης* των προσφύσεων
    αιτιατική την πρόσφυση τις προσφύσεις
     κλητική πρόσφυση προσφύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσφύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόσφυση < αρχαία ελληνική πρόσφυσις < προσφύω < πρός + φύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική adhérence)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόσφυση θηλυκό

  1. (φυσική) δύναμη που συμβάλλει στο να κρατά ενωμένα δύο σώματα (στερεά ή υγρά), δρώντας στην επιφάνειά τους
  2. (κατ’ επέκταση) η σχετική δύναμη που συγκρατεί ένα όχημα στο έδαφος
     συνώνυμα: κράτημα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία