πρόσφυση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πρόσφυση < αρχαία ελληνική πρόσφυσις < προσφύω < πρός + φύω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική adhérence)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πρόσφυση θηλυκό
- (φυσική) δύναμη που συμβάλλει στο να κρατά ενωμένα δύο σώματα (στερεά ή υγρά), δρώντας στην επιφάνειά τους
- (κατ' επέκταση) η σχετική δύναμη που συγκρατεί ένα όχημα στο έδαφος
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις προσφύομαι, προς και φύω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πρόσφυση