παράθεμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παράθεμα < (λόγιο) ελληνιστική κοινή παράθεμα[1] < αρχαία ελληνική παρατίθημι < παρά + τίθημι
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈɾa.θε.ma/
- συλλαβισμός : πα‐ρά‐θε‐μα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παράθεμα ουδέτερο
- αυτούσιο τμήμα κειμένου από βιβλίο ή άρθρο κάποιου συγγραφέα που παρατίθεται σε γραπτό κείμενο, με παραπομπή στην πηγή απ' όπου αντλήθηκε
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παράθεμα
Επεξεργασία
- ↑ «παράθεμα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.