Ετυμολογία

επεξεργασία
παρατίθημι < παρά + τίθημι

παρατίθημι, μέση φωνή: παρατίθεμαι

  • ενεργητική φωνή
  1. παραθέτω, τοποθετώ, βάζω κάτι κοντά σε άλλο ή άλλα
  2. (με αιτιατική ή δοτική) παραδίνω με άλλους κάτι σε κάποιον ή κάποιους
  3. (με απαρέμφατο) θεωρώ, λογαριάζω με άλλους.
  • (παθητική φωνή)
  1. παρατάσσομαι δίπλα σε