παρατίθημι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαρατίθημι, μέση φωνή: παρατίθεμαι
- ενεργητική φωνή
- παραθέτω, τοποθετώ, βάζω κάτι κοντά σε άλλο ή άλλα
- (με αιτιατική ή δοτική) παραδίνω με άλλους κάτι σε κάποιον ή κάποιους
- (με απαρέμφατο) θεωρώ, λογαριάζω με άλλους.
- (παθητική φωνή)
- παρατάσσομαι δίπλα σε