παρατάσσομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρατάσσομαι < αρχαία ελληνική παρατάσσομαι, μέση φωνή του παρατάσσω < παρά + τάσσω
Ρήμα
επεξεργασίαπαρατάσσομαι
- παθητική φωνή του ρήματος παρατάσσω
- τάσσομαι σε σειρά, σε τάξη, σε στρατιωτική παρέλαση, σε διαδήλωση, στην αυλή του σχολείου, στις επιδείξεις
- συμμαχώ, υποστηρίζω, συμπαρατάσσομαι
- παρατάχθηκε με τους κεντροδεξιούς στις τελευταίες εκλογές
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρατάσσομαι
|