Ετυμολογία

επεξεργασία
παρατάσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρατάσσω. Συγχρονικά αναλύεται σε παρα- + τάσσω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾaˈta.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐τάσ‐σω

παρατάσσω, πρτ.: παρέτασσα, αόρ.: παρέταξα, παθ.φωνή: παρατάσσομαι, π.αόρ.: παρατάχτηκα/παρατάχθηκα, μτχ.π.π.: παραταγμένος/παρατεταγμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τάσσω

Δείτε επίσης

επεξεργασία

διαφορετικού ετύμου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρατάσσω < παρα- + τάσσω

παρατάσσω

  1. παρατάσσω σε σχηματισμό μάχης
  2. (μεταφορικά) αντιπαραθέτω, συγκρίνω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τάσσω

Δείτε επίσης

επεξεργασία