Ετυμολογία

επεξεργασία
παρατώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παραιτοῦμαι[1]

παρατώ, πρτ.: παρατούσα, στ.μέλλ.: θα παρατήσω, αόρ.: παράτησα, παθ.φωνή: παρατιέμαι, μτχ.π.π.: παρατημένος

  1. εγκαταλείπω (όλες οι σημασίες)
  2. σταματώ, παύω
  3. αφήνω κάποιον ήσυχο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία