↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρατημένος η παρατημένη το παρατημένο
      γενική του παρατημένου της παρατημένης του παρατημένου
    αιτιατική τον παρατημένο την παρατημένη το παρατημένο
     κλητική παρατημένε παρατημένη παρατημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρατημένοι οι παρατημένες τα παρατημένα
      γενική των παρατημένων των παρατημένων των παρατημένων
    αιτιατική τους παρατημένους τις παρατημένες τα παρατημένα
     κλητική παρατημένοι παρατημένες παρατημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρατημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρατώ

παρατημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία