Ετυμολογία

επεξεργασία
απαρατώ < α- προτακτικό + παρατώ

απαρατώ, πρτ.: απαρατούσα, στ.μέλλ.: θα απαρατήσω, αόρ.: απαράτησα, παθ.φωνή: απαρατιέμαι, μτχ.π.π.: απαρατημένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία