↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραταγμένος η παραταγμένη το παραταγμένο
      γενική του παραταγμένου της παραταγμένης του παραταγμένου
    αιτιατική τον παραταγμένο την παραταγμένη το παραταγμένο
     κλητική παραταγμένε παραταγμένη παραταγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραταγμένοι οι παραταγμένες τα παραταγμένα
      γενική των παραταγμένων των παραταγμένων των παραταγμένων
    αιτιατική τους παραταγμένους τις παραταγμένες τα παραταγμένα
     κλητική παραταγμένοι παραταγμένες παραταγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραταγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παρατάσσω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾa.taɣˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐ταγ‐μέ‐νος

παραταγμένος -η -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία