ranger
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- ranger < rang
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαranger (fr)
Συγγενικά
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- ranger < (άμεσο δάνειο) αγγλική range (περιπλανώμαι)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ranger | rangers |
ranger (fr) αρσενικό
- φύλακας ενός δάσους
- στρατιώτης ενός επίλεκτου σώματος του στρατού ξηράς
- (υπόδηση) ειδικό παπούτσι των ειδικών δυνάμεων (καταδρομέων, αλεξιπτωτιστών, κ.α.)