ενικός         πληθυντικός  
rangement rangements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rangement (fr) αρσενικό

  1. η τακτοποίηση
  2. το συγύρισμα

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη ranger