Ετυμολογία

επεξεργασία
dérangement < déranger

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dérangement dérangements

dérangement (fr) αρσενικό

  1. η αναστάτωση
     συνώνυμα: bouleversement, chambardement, désorganisation, remue-ménage
  2. η ενόχληση
    excusez-moi pour le dérangement - συγνώμη για την ενόχληση
  3. η διακοπή, η βλάβη
    sa ligne téléphonique est en dérangement - το τηλέφωνό του έχει διακοπεί
  4. η παραφροσύνη
    dérangement d'esprit - πνευματική παραφροσύνη
     συνώνυμα: déséquilibre

Αντώνυμα

επεξεργασία