Ετυμολογία

επεξεργασία
déséquilibre < dés- + équilibre

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
déséquilibre déséquilibres

déséquilibre (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία