déséquilibrant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | déséquilibrant | déséquilibrants |
θηλυκό | déséquilibrante | déséquilibrantes |
Επίθετο επεξεργασία
déséquilibrant (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη déséquilibre
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | déséquilibrant | déséquilibrants |
θηλυκό | déséquilibrante | déséquilibrantes |
déséquilibrant (fr)