Ετυμολογία

επεξεργασία
remue-ménage < remuer + ménage

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
remue-ménage remue-ménages

remue-ménage (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία