agitation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
agitation | agitations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
agitation (fr) θηλυκό
- η ταραχή, η αναταραχή, o αναταραγμός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη agiter
ενικός | πληθυντικός |
agitation | agitations |
agitation (fr) θηλυκό