πανδαιμόνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πανδαιμόνιο | τα | πανδαιμόνια |
γενική | του | πανδαιμόνιου & πανδαιμονίου |
των | πανδαιμόνιων & πανδαιμονίων |
αιτιατική | το | πανδαιμόνιο | τα | πανδαιμόνια |
κλητική | πανδαιμόνιο | πανδαιμόνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πανδαιμόνιο < αγγλική pandaemonium < Ρandaemonium[1] < αρχαία ελληνική πᾶν + δαίμων (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πανδαιμόνιο ουδέτερο
- συνθήκες αναστάτωσης, σύγχυσης και αναταραχής
- ※ Τα μεγάφωνα ξεσήκωναν πανδαιμόνιο με τα εμβατήρια και τα τραγούδια. (Τάσος Αθανασιάδης (1984) Οι τελευταίοι εγγονοί [μυθιστόρημα])
Συνώνυμα επεξεργασία
- σαματάς
- φασαρία
- → δείτε τη λέξη πανζουρλισμός
Σημειώσεις επεξεργασία
- ↑ Λέξη από το επικό ποίημα Χαμένος Παράδεισος (Paradise lost) του Τζον Μίλτον, ονομασία οικήματος δαιμόνων στο κέντρο της Κόλασης
Μεταφράσεις επεξεργασία
πανδαιμόνιο