Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πανδαιμόνιο τα πανδαιμόνια
      γενική του πανδαιμόνιου
πανδαιμονίου
των πανδαιμόνιων
πανδαιμονίων
    αιτιατική το πανδαιμόνιο τα πανδαιμόνια
     κλητική πανδαιμόνιο πανδαιμόνια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανδαιμόνιο < αγγλική pandaemonium < Ρandaemonium[1] < αρχαία ελληνική πᾶν + δαίμων (αντιδάνειο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πανδαιμόνιο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  1. Λέξη από το επικό ποίημα Χαμένος Παράδεισος (Paradise lost) του Τζον Μίλτον, ονομασία οικήματος δαιμόνων στο κέντρο της Κόλασης

  Μεταφράσεις επεξεργασία