Ετυμολογία

επεξεργασία
branle-bas < branle (αιώρα) + bas (κάτω), « βάλτε κάτω (κατεβάστε) τις αιώρες και ετοιμαστείτε για μάχη »

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
branle-bas branle-bas

branle-bas (fr) αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος) (παρωχημένο) το κατέβασμα της αιώρας
  2. αναταραχή, φασαρία, πανδαιμόνιο

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • branle-bas de combat: η γρήγορη προετοιμασία ενός πολεμικού πλοίου για μάχη