παραταξιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παραταξιακός
Συγγενικά
επεξεργασία- παραταξιακά
- παραταξιακώς
- → δείτε τις λέξεις παράταξη, παρατάσσω και τάσσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραταξιακός
|