Δείτε επίσης: παρατατικός, παραταξιακός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρατακτικός η παρατακτική το παρατακτικό
      γενική του παρατακτικού της παρατακτικής του παρατακτικού
    αιτιατική τον παρατακτικό την παρατακτική το παρατακτικό
     κλητική παρατακτικέ παρατακτική παρατακτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρατακτικοί οι παρατακτικές τα παρατακτικά
      γενική των παρατακτικών των παρατακτικών των παρατακτικών
    αιτιατική τους παρατακτικούς τις παρατακτικές τα παρατακτικά
     κλητική παρατακτικοί παρατακτικές παρατακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρατακτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική paratacticus[1] < αρχαία ελληνική παρατάσσω < παρά + τάσσω

  Επίθετο

επεξεργασία

παρατακτικός, -ή, -ό

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία