παραδίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραδίνω < αρχαία ελληνική παραδίδω
- παραδίνω < παρά + δίνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈði.no/
Ρήμα
επεξεργασίαπαραδίνω (παθητική φωνή: παραδίνομαι)
- άλλη μορφή του παραδίδω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραδίνω | παρέδινα | θα παραδίνω | να παραδίνω | παραδίνοντας | |
β' ενικ. | παραδίνεις | παρέδινες | θα παραδίνεις | να παραδίνεις | παράδινε | |
γ' ενικ. | παραδίνει | παρέδινε | θα παραδίνει | να παραδίνει | ||
α' πληθ. | παραδίνουμε | παραδίναμε | θα παραδίνουμε | να παραδίνουμε | ||
β' πληθ. | παραδίνετε | παραδίνατε | θα παραδίνετε | να παραδίνετε | παραδίνετε | |
γ' πληθ. | παραδίνουν(ε) | παρέδιναν παραδίναν(ε) |
θα παραδίνουν(ε) | να παραδίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρέδωσα | θα παραδώσω | να παραδώσω | παραδώσει | ||
β' ενικ. | παρέδωσες | θα παραδώσεις | να παραδώσεις | παράδωσε | ||
γ' ενικ. | παρέδωσε | θα παραδώσει | να παραδώσει | |||
α' πληθ. | παραδώσαμε | θα παραδώσουμε | να παραδώσουμε | |||
β' πληθ. | παραδώσατε | θα παραδώσετε | να παραδώσετε | παραδώστε | ||
γ' πληθ. | παρέδωσαν παραδώσαν(ε) |
θα παραδώσουν(ε) | να παραδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραδώσει | είχα παραδώσει | θα έχω παραδώσει | να έχω παραδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραδώσει | είχες παραδώσει | θα έχεις παραδώσει | να έχεις παραδώσει | έχε παραδομένο | |
γ' ενικ. | έχει παραδώσει | είχε παραδώσει | θα έχει παραδώσει | να έχει παραδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραδώσει | είχαμε παραδώσει | θα έχουμε παραδώσει | να έχουμε παραδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραδώσει | είχατε παραδώσει | θα έχετε παραδώσει | να έχετε παραδώσει | έχετε παραδομένο | |
γ' πληθ. | έχουν παραδώσει | είχαν παραδώσει | θα έχουν παραδώσει | να έχουν παραδώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) παραδομένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) παραδομένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) παραδομένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) παραδομένο |
Ρήμα
επεξεργασίαπαραδίνω (παθητική φωνή: παραδίνομαι)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραδίνω | παραέδινα | θα παραδίνω | να παραδίνω | παραδίνοντας | |
β' ενικ. | παραδίνεις | παραέδινες | θα παραδίνεις | να παραδίνεις | παράδινε | |
γ' ενικ. | παραδίνει | παραέδινε | θα παραδίνει | να παραδίνει | ||
α' πληθ. | παραδίνουμε | παραδίναμε | θα παραδίνουμε | να παραδίνουμε | ||
β' πληθ. | παραδίνετε | παραδίνατε | θα παραδίνετε | να παραδίνετε | παραδίνετε | |
γ' πληθ. | παραδίνουν(ε) | παραέδιναν παραδίναν(ε) |
θα παραδίνουν(ε) | να παραδίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραέδωσα | θα παραδώσω | να παραδώσω | παραδώσει | ||
β' ενικ. | παραέδωσες | θα παραδώσεις | να παραδώσεις | παράδωσε | ||
γ' ενικ. | παραέδωσε | θα παραδώσει | να παραδώσει | |||
α' πληθ. | παραδώσαμε | θα παραδώσουμε | να παραδώσουμε | |||
β' πληθ. | παραδώσατε | θα παραδώσετε | να παραδώσετε | παραδώστε | ||
γ' πληθ. | παραέδωσαν παραδώσαν(ε) |
θα παραδώσουν(ε) | να παραδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραδώσει | είχα παραδώσει | θα έχω παραδώσει | να έχω παραδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραδώσει | είχες παραδώσει | θα έχεις παραδώσει | να έχεις παραδώσει | έχε παραδομένο | |
γ' ενικ. | έχει παραδώσει | είχε παραδώσει | θα έχει παραδώσει | να έχει παραδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραδώσει | είχαμε παραδώσει | θα έχουμε παραδώσει | να έχουμε παραδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραδώσει | είχατε παραδώσει | θα έχετε παραδώσει | να έχετε παραδώσει | έχετε παραδομένο | |
γ' πληθ. | έχουν παραδώσει | είχαν παραδώσει | θα έχουν παραδώσει | να έχουν παραδώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) παραδομένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) παραδομένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) παραδομένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) παραδομένο |
&
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραδίνω | παράδινα | θα παραδίνω | να παραδίνω | παραδίνοντας | |
β' ενικ. | παραδίνεις | παράδινες | θα παραδίνεις | να παραδίνεις | παράδινε | |
γ' ενικ. | παραδίνει | παράδινε | θα παραδίνει | να παραδίνει | ||
α' πληθ. | παραδίνουμε | παραδίναμε | θα παραδίνουμε | να παραδίνουμε | ||
β' πληθ. | παραδίνετε | παραδίνατε | θα παραδίνετε | να παραδίνετε | παραδίνετε | |
γ' πληθ. | παραδίνουν(ε) | παράδιναν παραδίναν(ε) |
θα παραδίνουν(ε) | να παραδίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παράδωσα | θα παραδώσω | να παραδώσω | παραδώσει | ||
β' ενικ. | παράδωσες | θα παραδώσεις | να παραδώσεις | παράδωσε | ||
γ' ενικ. | παράδωσε | θα παραδώσει | να παραδώσει | |||
α' πληθ. | παραδώσαμε | θα παραδώσουμε | να παραδώσουμε | |||
β' πληθ. | παραδώσατε | θα παραδώσετε | να παραδώσετε | παραδώστε | ||
γ' πληθ. | παράδωσαν παραδώσαν(ε) |
θα παραδώσουν(ε) | να παραδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραδώσει | είχα παραδώσει | θα έχω παραδώσει | να έχω παραδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραδώσει | είχες παραδώσει | θα έχεις παραδώσει | να έχεις παραδώσει | έχε παραδομένο | |
γ' ενικ. | έχει παραδώσει | είχε παραδώσει | θα έχει παραδώσει | να έχει παραδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραδώσει | είχαμε παραδώσει | θα έχουμε παραδώσει | να έχουμε παραδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραδώσει | είχατε παραδώσει | θα έχετε παραδώσει | να έχετε παραδώσει | έχετε παραδομένο | |
γ' πληθ. | έχουν παραδώσει | είχαν παραδώσει | θα έχουν παραδώσει | να έχουν παραδώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) παραδομένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) παραδομένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) παραδομένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) παραδομένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραδίδω
|
δίνω σε μεγάλες ποσότητες
|