Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. παραδίνω < αρχαία ελληνική παραδίδω
  2. παραδίνω < παρά + δίνω

παραδίνω (παθητική φωνή: παραδίνομαι)

παραδίνω (παθητική φωνή: παραδίνομαι)

&

Μεταφράσεις

επεξεργασία