αυτούσιος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αυτούσιος < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αυτούσιος
- αμετάβλητος, ανέπαφος, ακέραιος.
- αυτός που δεν του έχει αφαιρεθεί ή που δεν έχει χάσει τίποτα.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αυτούσιος
|