unabridged
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈʌnəˈbrɪdʒd/
Επίθετο
επεξεργασίαunabridged (en) (χωρίς παραθετικά)
- ασύντμητος, αυτούσιος, πλήρης, χωρίς περικοπές
Συνώνυμα
επεξεργασία- full length
- not shortened
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ unabridged - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)