Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτούσια <αυτούσιος

  Επίρρημα

επεξεργασία

αυτούσια χωρίς να υποστεί μεταβολή ή μείωση και να διατηρηθεί στην κατάσταση που βρίσκονταν.«η παρακαταθήκη παραδόθηκε αυτούσια».

ο Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας λειτουργεί σαν πρότυπο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους Δήμους, είτε αυτούσια ή με αλλαγές

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία