παρασπονδία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παρασπονδία < παρασπονδ(ώ) + -ία (μαρτυρείται από το 1893)[1] < αρχαία ελληνική παρασπονδέω / παρασπονδῶ
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.sponˈði.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐σπον‐δί‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παρασπονδία θηλυκό
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη παρασπονδώ, παρα- & σπονδή
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ 1893, στον πληθυντικό παρασπονδίαι - σελ. 779, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου