Δείτε επίσης: παρασπονδῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρασπονδώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρασπονδῶ, συνηρημένος τύπος του παρασπονδέω < παράσπονδος < παρα- + σπονδή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾa.sponˈðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐σπον‐δώ

  Ρήμα επεξεργασία

παρασπονδώ, -είς, ..., πρτ.: παρασπονδούσα, αόρ.: παρασπόνδησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία