παρασπόνδως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρασπόνδως < ελληνιστική κοινή παρασπόνδως < αρχαία ελληνική παράσπονδος
Επίρρημα επεξεργασία
παρασπόνδως
- (αρχαιοπρεπές) με παράσπονδο τρόπο, με παρασπονδία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρασπόνδως
|