παράσπονδος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παράσπονδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράσπονδος < παρά- + σπονδ(ή) + -ος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈɾa.spon.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐σπον‐δος
Επίθετο επεξεργασία
παράσπονδος, -η, -ο
- (για ενέργεια) που παραβιάζει τα συμφωνημένα
- (για πρόσωπο) αθετεί συμφωνία, που διαπράττει παρασπονδία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις παρασπονδώ, παρά και σπονδή
Μεταφράσεις επεξεργασία
παράσπονδος
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παράσπονδος, -ος, -ον → ζητούμενο λήμμα
Πηγές επεξεργασία
- παράσπονδος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παράσπονδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.