Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παράσπονδος η παράσπονδη το παράσπονδο
      γενική του παράσπονδου της παράσπονδης του παράσπονδου
    αιτιατική τον παράσπονδο την παράσπονδη το παράσπονδο
     κλητική παράσπονδε παράσπονδη παράσπονδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παράσπονδοι οι παράσπονδες τα παράσπονδα
      γενική των παράσπονδων των παράσπονδων των παράσπονδων
    αιτιατική τους παράσπονδους τις παράσπονδες τα παράσπονδα
     κλητική παράσπονδοι παράσπονδες παράσπονδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράσπονδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράσπονδος < παρά- + σπονδ(ή) + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈɾa.spon.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρά‐σπον‐δος

  Επίθετο επεξεργασία

παράσπονδος, -η, -ο

  1. (για ενέργεια) που παραβιάζει τα συμφωνημένα
  2. (για πρόσωπο) αθετεί συμφωνία, που διαπράττει παρασπονδία
     συνώνυμα: επίορκος, προδοτικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / παράσπονδος τὸ παράσπονδον
      γενική τοῦ/τῆς παρασπόνδου τοῦ παρασπόνδου
      δοτική τῷ/τῇ παρασπόνδ τῷ παρασπόνδ
    αιτιατική τὸν/τὴν παράσπονδον τὸ παράσπονδον
     κλητική ! παράσπονδε παράσπονδον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ παράσπονδοι τὰ παράσπονδ
      γενική τῶν παρασπόνδων τῶν παρασπόνδων
      δοτική τοῖς/ταῖς παρασπόνδοις τοῖς παρασπόνδοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς παρασπόνδους τὰ παράσπονδ
     κλητική ! παράσπονδοι παράσπονδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παρασπόνδω τὼ παρασπόνδω
      γεν-δοτ τοῖν παρασπόνδοιν τοῖν παρασπόνδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράσπονδος < παρά- + σπονδ(ή) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

παράσπονδος, -ος, -ον ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία