Ετυμολογία

επεξεργασία
τσαλαπατώ < άτσαλα + πατώ

τσαλαπατώ

  1. καταστρέφω κάτι πατώντας πάνω του με βία
  2. (μεταφορικά) βλάπτω ηθικά, εξευτελίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία