Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσαλαπατώ < άτσαλα + πατώ

  Ρήμα επεξεργασία

τσαλαπατώ

  1. καταστρέφω κάτι πατώντας πάνω του με βία
  2. (μεταφορικά) βλάπτω ηθικά, εξευτελίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία