Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσαλαπατημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τσαλαπατημέν
ος
η
τσαλαπατημέν
η
το
τσαλαπατημέν
ο
γενική
του
τσαλαπατημέν
ου
της
τσαλαπατημέν
ης
του
τσαλαπατημέν
ου
αιτιατική
τον
τσαλαπατημέν
ο
την
τσαλαπατημέν
η
το
τσαλαπατημέν
ο
κλητική
τσαλαπατημέν
ε
τσαλαπατημέν
η
τσαλαπατημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τσαλαπατημέν
οι
οι
τσαλαπατημέν
ες
τα
τσαλαπατημέν
α
γενική
των
τσαλαπατημέν
ων
των
τσαλαπατημέν
ων
των
τσαλαπατημέν
ων
αιτιατική
τους
τσαλαπατημέν
ους
τις
τσαλαπατημέν
ες
τα
τσαλαπατημέν
α
κλητική
τσαλαπατημέν
οι
τσαλαπατημέν
ες
τσαλαπατημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τσαλαπατημένος
<
τσαλαπατώ
Μετοχή
επεξεργασία
τσαλαπατημένος, -η, -ο
που έχει
τσαλαπατηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσαλαπατημένος
γαλλικά
:
piétiné
(fr)