Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσαλαπατημένος η τσαλαπατημένη το τσαλαπατημένο
      γενική του τσαλαπατημένου της τσαλαπατημένης του τσαλαπατημένου
    αιτιατική τον τσαλαπατημένο την τσαλαπατημένη το τσαλαπατημένο
     κλητική τσαλαπατημένε τσαλαπατημένη τσαλαπατημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσαλαπατημένοι οι τσαλαπατημένες τα τσαλαπατημένα
      γενική των τσαλαπατημένων των τσαλαπατημένων των τσαλαπατημένων
    αιτιατική τους τσαλαπατημένους τις τσαλαπατημένες τα τσαλαπατημένα
     κλητική τσαλαπατημένοι τσαλαπατημένες τσαλαπατημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσαλαπατημένος < τσαλαπατώ

  Μετοχή επεξεργασία

τσαλαπατημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία