Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσαλαπάτημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τσαλαπάτημα
τα
τσαλαπατήμα
τ
α
γενική
του
τσαλαπατήμα
τ
ος
των
τσαλαπατημά
τ
ων
αιτιατική
το
τσαλαπάτημα
τα
τσαλαπατήμα
τ
α
κλητική
τσαλαπάτημα
τσαλαπατήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τσαλαπάτημα
<
τσαλαπατώ
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τσαλαπάτημα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
τσαλαπατώ
(
κυριολεκτικά
)
ποδοπάτημα
(
μεταφορικά
)
ταπείνωση
,
εξευτελισμός
,
περιφρόνηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσαλαπάτημα