Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

τσαλαπατήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τσαλαπατώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τσαλαπατώ
  3. θα τσαλαπατήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τσαλαπατώ