Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταστρατήγηση οι καταστρατηγήσεις
      γενική της καταστρατήγησης* των καταστρατηγήσεων
    αιτιατική την καταστρατήγηση τις καταστρατηγήσεις
     κλητική καταστρατήγηση καταστρατηγήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταστρατηγήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταστρατήγηση < (καθαρεύουσα) καταστρατήγη(σις) + -ση < (ελληνιστική κοινήκαταστρατηγέω < κατα- → και δείτε τη λέξη στρατηγός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταστρατήγηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία