Δείτε επίσης: στρατηγικῶς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρατηγικώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρατηγικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε στρατηγικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα επεξεργασία

στρατηγικώς

  Πηγές επεξεργασία

  • στρατηγικός (& στρατηγικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)