στρατηγείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στρατηγείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στρατηγεῖον < αρχαία ελληνική στρατήγιον < στρατός + ἄγω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /stɾa.tiˈʝi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐τη‐γεί‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
στρατηγείο ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος) η έδρα ενός στρατηγού ή άλλου στρατιωτικού διοικητή
- (κατ’ επέκταση) το επιτελείο του στρατιωτικού διοικητή ή όσοι υπηρετούν στο (1)
- (μεταφορικά) η έδρα και ο χώρος οργάνωσης και συντονισμού μια ομάδας, ενός κόμματος κ.λπ.
Συγγενικά επεξεργασία
- υποστρατηγείο
- → δείτε τις λέξεις στρατηγός, στρατός και άγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
στρατηγείο