Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρατηγείο τα στρατηγεία
      γενική του στρατηγείου των στρατηγείων
    αιτιατική το στρατηγείο τα στρατηγεία
     κλητική στρατηγείο στρατηγεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρατηγείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στρατηγεῖον < αρχαία ελληνική στρατήγιον < στρατός + ἄγω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stɾa.tiˈʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρα‐τη‐γεί‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στρατηγείο ουδέτερο

  1. (στρατιωτικός όρος) η έδρα ενός στρατηγού ή άλλου στρατιωτικού διοικητή
  2. (κατ’ επέκταση) το επιτελείο του στρατιωτικού διοικητή ή όσοι υπηρετούν στο (1)
  3. (μεταφορικά) η έδρα και ο χώρος οργάνωσης και συντονισμού μια ομάδας, ενός κόμματος κ.λπ.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία