ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ στρατηγεῖον τὰ στρατηγεῖ
      γενική τοῦ στρατηγείου τῶν στρατηγείων
      δοτική τῷ στρατηγεί τοῖς στρατηγείοις
    αιτιατική τὸ στρατηγεῖον τὰ στρατηγεῖ
     κλητική ! στρατηγεῖον στρατηγεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στρατηγείω
γεν-δοτ τοῖν  στρατηγείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρατηγεῖον < αρχαία ελληνική στρατήγ(ιον) + -εῖον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρατηγεῖον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία