επιτελείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιτελείο ουδέτερο
- 1. η ομάδα αξιωματικών, βοηθών του αρχηγού μεγάλης στρατιωτικής μονάδας
- 2. (μτφ.) οι κύριοι συνεργάτες επιχείρησης, οργανισμού κ.α.
επιτελείο ουδέτερο