Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επιτελείο τα επιτελεία
      γενική του επιτελείου των επιτελείων
    αιτιατική το επιτελείο τα επιτελεία
     κλητική επιτελείο επιτελεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιτελείο < επί + τέλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιτελείο ουδέτερο

  Προφορά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία