Δείτε επίσης: ἐπιτελής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιτελής οι επιτελείς
      γενική του επιτελή των επιτελών
    αιτιατική τον επιτελή τους επιτελείς
     κλητική επιτελή επιτελείς
Κατηγορία όπως «επιτελής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιτελής < (επί) επι- + τέλ(ος) (εξουσία, απόφαση) + -ής. Διαφορετική η αρχαία λέξη ἐπιτελής (επίθετο, αποτελεσματικός)[1][2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιτελής αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. επιτελής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «ἐπιτελής» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
    Για τα νέα ελληνικά, ως ουσιαστικό.