↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιτελικός η επιτελική το επιτελικό
      γενική του επιτελικού της επιτελικής του επιτελικού
    αιτιατική τον επιτελικό την επιτελική το επιτελικό
     κλητική επιτελικέ επιτελική επιτελικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιτελικοί οι επιτελικές τα επιτελικά
      γενική των επιτελικών των επιτελικών των επιτελικών
    αιτιατική τους επιτελικούς τις επιτελικές τα επιτελικά
     κλητική επιτελικοί επιτελικές επιτελικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιτελικός < επιτελ(ής) + -ικός < επι- + αρχαία ελληνική τέλος (ανώτατη εξουσία)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pi.te.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐τε‐λι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

επιτελικός -η -ο

  1. ο σχετικός με το επιτελείο
    επιτελικό σχέδιο
  2. (ειδικότερα) σχετικός με στρατιωτικό επιτελείο
    επιτελικό κέντρο (κέντρο συντονισμού)
    επιτελική υπηρεσία
  3. (μεταφορικά) που έχει υψηλή θέση στην ιεραρχία οργάνωσης ή επιχείρησης
    επιτελικό στέλεχος
  4. (στο ποδόσφαιρο) μέσος με επιθετικό ρόλο, ο οποίος αγωνίζεται πίσω από τους επιθετικούς και έχει ως ρόλο τη μεταβίβαση της μπάλας προς αυτούς ώστε να επιτύχουν τέρμα.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία