Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cadre cadres

cadre (fr) αρσενικό

  1. το κάδρο
  2. το πλαίσιο
  3. ο σκελετός του ποδηλάτου
  4. το στέλεχος