• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

πόντικας

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Σύνθετα
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πόντικας οι πόντικες
      γενική του πόντικα —
    αιτιατική τον πόντικα τους πόντικες
     κλητική πόντικα πόντικες
όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πόντικας < ποντίκ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -ας κατά τα μυρμήγκι-μέρμηγκας, τζιτζίκι-τζίτζικας [1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈ pɔn.di.kas/
συλλαβισμός : πό‐ντι‐κας

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πόντικας αρσενικό

  • ποντικός σημαντικού μεγέθους ή αρουραίος

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  • αγροπόντικας
  • βρωμοπόντικας
  • λαδοπόντικας
  • μετροπόντικας
  • παλιοπόντικας
  • τυφλοπόντικας

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    πόντικας
  1. ↑ {{Π:Μπαμπινιώτης 2002
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πόντικας&oldid=4820985"
Τελευταία επεξεργασία στις 19 Αυγούστου 2020, στις 23:28

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 19 Αυγούστου 2020, στις 23:28.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie