↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πόντικας οι πόντικες
      γενική του πόντικα
    αιτιατική τον πόντικα τους πόντικες
     κλητική πόντικα πόντικες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πόντικας < ποντίκ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -ας κατά τα μυρμήγκι-μέρμηγκας, τζιτζίκι-τζίτζικας [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpon.di.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πό‐ντι‐κας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πόντικας αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)