πόντικας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πόντικας | οι | πόντικες |
γενική | του | πόντικα | — | |
αιτιατική | τον | πόντικα | τους | πόντικες |
κλητική | πόντικα | πόντικες | ||
όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈ pɔn.di.kas/
- συλλαβισμός : πό‐ντι‐κας
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πόντικας αρσενικό
- ποντικός σημαντικού μεγέθους ή αρουραίος
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πόντικας
- ↑ {{Π:Μπαμπινιώτης 2002