τζίτζικας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τζίτζικας | οι | τζίτζικες |
γενική | του | τζίτζικα | των | τζιτζίκων |
αιτιατική | τον | τζίτζικα | τους | τζίτζικες |
κλητική | τζίτζικα | τζίτζικες | ||
• Και πληθυντικός οι τζιτζίκοι Δείτε και το ουδέτερο το τζιτζίκι. | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τζίτζικας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τέττιξ από την αιτιατική «τὸν τέττιγα» ή «τέττικα», (ηχομιμητική λέξη) με επίδραση του «τζι τζι»[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈd͡zi.d͡zi.kas/
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζίτζικας αρσενικό
- έντομο ημερόβιο που ανήκει στα ημίπτερα και το καλοκαίρι κάνει τον χαρακτηριστικό επαναλαμβανόμενο ήχο "τζι-τζι-τζι..."
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- τζίτζικας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
τζίτζικας
επεξεργασία
- ↑ τζίτζικας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.