Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία Επεξεργασία

τέττιξ < λείπει η ετυμολογία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

τέττιξ αρσενικό, γενική: τέττιγος

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία