τέττιξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
τεττῑγ- | |||||
ονομαστική | ὁ | τέττιξ | οἱ | τέττιγες | |
γενική | τοῦ | τέττιγος | τῶν | τεττίγων | |
δοτική | τῷ | τέττιγῐ | τοῖς | τέττιξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | τέττιγᾰ | τοὺς | τέττιγᾰς | |
κλητική ὦ! | τέττιξ | τέττιγες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τέττιγε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | τεττίγοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'πτέρυξ' όπως «πτέρυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
μεταγενέστερα, τεττικ- | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
τεττῑκ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | τέττιξ | οἱ | τέττικες | ||||
γενική | τοῦ | τέττικος | τῶν | τεττίκων | ||||
δοτική | τῷ | τέττικῐ | τοῖς | τέττιξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | τέττικᾰ | τοὺς | τέττικᾰς | ||||
κλητική ὦ! | τέττιξ | τέττικες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τέττικε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | τεττίκοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τέττιξ < (ηχομιμητική λέξη) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίατέττιξ, -ιγος αρσενικό (μεταγενέτερο θέμα τεττικ-, -ικος)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- (καθαρεύουσα)
- ※ Ήτο ησυχία περί εμέ άκρα και μόνοι οι τέττιγες, ενθουσιώντες υπό τας ακτίνας του ηλίου, διέκοπτον της εξοχής την σιωπήν. (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)
Παράγωγα
επεξεργασίαπαράγωγα & σύνθετα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τέττιξ σελ. 1474 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- τέττιξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέττιξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.