τέττιξ
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τέττιξ < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τέττιξ αρσενικό, γενική: τέττιγος
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- και στην καθαρεύουσα
- ※ Ήτο ησυχία περί εμέ άκρα και μόνοι οι τέττιγες, ενθουσιώντες υπό τας ακτίνας του ηλίου, διέκοπτον της εξοχής την σιωπήν. (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- τέττιξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέττιξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.