Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ποντικίνα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ποντικίν
α
οι
ποντικίν
ες
γενική
της
ποντικίν
ας
των
ποντικίν
ων
αιτιατική
την
ποντικίν
α
τις
ποντικίν
ες
κλητική
ποντικίν
α
ποντικίν
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ποντικίνα
<
ποντικός
+ κατάληξη θηλυκού
-ίνα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ποντικίνα
θηλυκό
το θηλυκό
ποντίκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ποντικίνα