muso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muso | musoj |
αιτιατική | muson | musojn |
muso (eo)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmuso (it) αρσενικό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muso | musoj |
αιτιατική | muson | musojn |
muso (eo)
muso (it) αρσενικό